- υπομονή
- η / ὑπομονή, ΝΑ [ὑπομένω]ιδιότητα ή κατάσταση τού υπομονητικού, εγκαρτέρηση2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)νεοελλ.1. (ειδικότερα) η ιδιότητα αυτού που έχει τη δύναμη να περιμένει, που δεν βιάζεται («έκανε υπομονή πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου να διοριστεί»)2. συνεκδ. ήρεμη θυμική κατάσταση και ψυχραιμία («θαυμάζω την υπομονή τού δασκάλου μας στα όσα τού κάνουμε»)3. φρ. α) «έχω [ή κάνω] υπομονή» — δείχνω καρτερικότηταβ) «χάνω την υπομονή μου» — αγανακτώ4. παροιμ. φρ. «ιώβεια υπομονή» — πολύ μεγάλη υπομονή, όπως αυτή που έδειξε ο Ιώβαρχ.1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού υπομένω, η προς τα πίσω παραμονή2. (με αρνητική σημ.) ισχυρογνωμοσύνη3. ανθεκτικότητα4. (για φυτά) αντοχή («τῆς δὲ ὑπομονής αἴτιον ἡ ὑγρότης», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.